Δεν θα έχεις τη δυνατότητα να μετανοήσεις, να πιστέψεις και να σωθείς. Γιατί δεν αφήνεις τον Χριστό να σε σώσει τώρα που είναι «καιρός ευπρόσδεκτος» και «ημέρα σωτηρίας;» (Β΄Κορ.ς΄2). Ποιός ξέρει, αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά!
Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει κάποια πράγματα που λέγονταν αναφορικά με τη συμπεριφορά πολλών επιβατών του Τιτανικού ύστερα από την πρόσκρουση. Είναι όντως υπερβολικά και εξωπραγματικά. Για παράδειγμα αναφέρθηκε πως κάποιοι επιβάτες έπαιρναν κομμάτια πάγο από εκείνα που είχαν αποκοπεί από το παγόβουνο και γεμίσει το κατάστρωμα του πλοίου και τα κατέβαζαν στις καμπίνες τους για να τα βάλουν στο ψυγείο και να τα δείξουν στους φίλους τους στη Νέα Υόρκη! Αυτοί οι άνθρωποι είχαν τόσο βαθιά πιστέψει ότι το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν ήταν αβύθιστο, που ακόμα και ύστερα από τη μοιραία πρόσκρουση δεν μπορούσαν να φανταστούν πως ο Τιτανικός είχε πάθει ζημιά!
Αναποφασιστικότητα
Πολλοί από τους επιβάτες που πνίγηκαν θα είχαν σωθεί αν δεν έδειχναν τόση απροθυμία να μπουν στις βάρκες. Στην αρχή οι βάρκες έφευγαν με δώδεκα και δεκαπέντε άτομα ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, χωρούσαν μέχρι εξήντα. Γιατί αυτό; Γιατί οι περισσότεροι επιβάτες δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος, και ότι κι αυτοί που έφευγαν με τις βάρκες θα ξαναγύριζαν. Ο αβύθιστος Τιτανικός θα συνέχιζε κανονικά το ταξίδι του, δεν είχε πάθει τίποτε!
Και είναι ακριβώς έτσι και αναφορικά με τη στάση και συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με τον κίνδυνο της αιώνιας απώλειας που διατρέχει η ψυχή τους. Δεν θέλουν να παραδεχτούν τίποτε τέτοιο. Όλα είναι μια χαρά, ούτε ψυχή έχουν, ούτε κόλαση υπάρχει, ούτε ακόμα και Θεός! Κι αν τούτο το τελευταίο πολλοί κάπως δυσκολεύονται να το ισχυριστούν, υποστηρίζουν πως ο Θεός μόνο αγαπάει και ούτε καταδικάζει ούτε τιμωρεί.
Η πραγματικότητα βέβαια κάποτε τραγικά θα τους διαψεύσει, αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Δεν θα μπορούν να μετανοήσουν. Δεν θα υπάρχει ελπίδα για αλλαγή της κατάστασής τους.
Μπορούμε να φανταστούμε τους μεγιστάνες εκείνους του πλούτου, που με τα χρήματά τους μπορούσαν να αγοράσουν ολόκληρο το πλοίο, να προσπαθούν τώρα να εξασφαλίσουν μια θέση μέσα σε κάποια βάρκα; Μπορούμε να τους φανταστούμε, καθώς όλοι τους, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με τα πιο ακριβά ρούχα που τα λεφτά τους μπορούσαν να αγοράσουν, με διαμάντια, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα πετράδια στα δάχτυλα, στους καρπούς των χεριών τους, στ΄αυτιά και στο λαιμό τους, χωρίς να διαφέρουν καθόλου από τους φτωχούς μετανάστες και τα μέλη του πληρώματος, αγωνίζονται τώρα να γλυτώσουν από τον θάνατο;
΄Ενας από τους αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκε πώς κάποιος πατέρας έπεσε στο νερό κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του το δωδεκάχρονο αγόρι του. Σε λίγο είδε πως ήταν κι οι δυό χαμένοι. 'Ακουγε πολλούς να του φωνάζουν ν΄αφήσει το παιδί και να κολυμπήσει για να σωθεί τουλάχιστον αυτός φτάνοντας κάποια βάρκα. Όσο το παιδί άκουγε αυτές τις φωνές τόσο έσφιγγε τον πατέρα του. Σε λίγο πνίγηκαν κι οι δυό. Διαβάζοντας κανείς το τραγικό αυτό επί μέρους γεγονός, σκέφτεται: