28 Οκτωβρίου 1940
Η οικογένειά μου μένει σ΄ένα από τα πιο μεγάλα χωριά του Πωγωνίου Ιωαννίνων, τα Δολιανά. Είναι μια μέρα μουντή, συννεφιασμένη. Ξυπνήσαμε ακούγοντας μπουμπουνητά. Δεν ήταν όμως μπουμπουνητά, ήταν κανονιές. Τα ελληνοαλβανικά σύνορα απείχαν μόνο μερικά χιλιόμετρα από μας. Μια από τις έξη αδερφές μου, γύρω στα 14, πηγαίνει λίγο πιο πέρα, σ΄ένα γειτονικό σπίτι, να πάρει γάλα, όπως έκανε κάθε πρωί. Εκεί ακούει να μιλάνε για κανονιές. Γυρίζει πίσω τρέμοντας και κλαίγοντας. Πόλεμος, λέει με δυσκολία, κανόνια είναι, δεν είναι βροντές!
Ο πατέρας αμέσως ντύνεται και πηγαίνει στο κέντρο του χωριού, εκεί που μαζεύονταν οι άντρες και συζητούσαν διάφορα θέματα, με την παρουσία του Προέδρου της Κοινότητας σχεδόν πάντοτε. Συζήτησαν αρκετά και, αφού ο πρόεδρος επικοινώνησε και με τόν Ἐπαρχο, αποφασίζουν ότι έπρεπε το βράδυ να γίνει συσκότιση.
Έρχεται σπίτι και το λέει στη μητέρα η οποία αμέσως μαζεύει ό,τι μπορούσε να χρησιμεύσει γι΄αυτή τη δουλειά, ώστε να καλυφτούν τα παράθυρα τη νύχτα, μιάς και δεν είχαν παντζούρια.
Κατά το μεσημέρι ακούμε ήχο αεροπλάνου. Βγαίνουμε έξω μεγάλοι και μικροί από τη γειτονιά και κουνώντας διάφορα κομμάτια από χρωματιστά υφάσματα το χαιρετάμε πιστεύοντας πως είναι ελληνικό. Βλέπουμε κάποια αντικείμενα να πέφτουν και, νομίζοντας πως είναι προκηρύξεις, χαιρετάμε πιο έντονα. Έξαφνα, ένας πολύ δυνατός κρότος μας ρίχνει όλους κλαίγοντας στο έδαφος και μπουσουλώντας μπαίνουμε στα σπίτια μας. Το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Αλβανία. Ήταν, φυσικά, εχθρικό.
Μαθαίνουμε πως λίγο πιο κάτω, στο δημόσιο δρόμο, έτσι τους έλεγαν τότε τους δρόμους αυτούς, η βόμβα (γιατί για βόμβα επρόκειτο) σκότωσε ένα στρατιώτη καί άνοιξε ένα μεγάλο κρατήρα.
Ύστερα από κάποιες μέρες, ο πατέρας με παίρνει μαζί του προς τα κάτω για κάποια δουλειά. Μόλις βλέπουμε τον κρατήρα, σταματάμε. Ο πατέρας συλλογιέται! Κάτι άλλο είχε πάρει το μάτι του. Εκεί πιο πέρα, στην άκρη του δρόμου, σε χώμα νωπό, ήταν στημένος ένας σταυρός από δυο σανίδες, στενή η κάθετη και πιο πλατιά η άλλη. Εγώ ακόμα δεν είχα μάθει να διαβάζω. Ο πατέρας έβγαλε ένα μπλοκάκι και αντέγραψε το επίγραμμα. Φυσικό ήταν να τον ρωτήσω τί έλεγε. «Στο σπίτι, παιδί μου, μου είπε, θα μάθεις.»
Πηγαίνουμε στη δουλειά του, τελειώνει και γυρίζουμε σπίτι. Σκοτείνιαζε και τα τζάμια των παραθύρων ήταν ήδη καλυμμένα. Ο πατέρας βγάζει το καπέλο του, το ακουμπάει στο τραπέζι, σκύβει το κεφάλι και κλαίει. Η μητέρα και οι αδερφές μου γύρω γεμάτες απορία. Ο πατέρας δίνει το μπλοκάκι στη μητέρα λέγοντάς της "διάβασέ το δυνατά". Εμείς τώρα τα παιδιά με τεντωμένα αφτιά, και γεμάτα περιέργεια και αγωνία, ακούμε: «Εσύ διαβάτη που περνάς, σταμάτα ένα βήμα, και γράψε στη μανούλα μου πως είμαι μέσ΄το μνήμα».
Με δάκρυα και αναφιλητά, πέφτουμε όλοι στα γόνατα και προσευχόμαστε, όπως πάντα, παρακαλώντας και για τους στρατιώτες μας και τις οικογενειές τους, για την πατρίδα μας και την ήδη πολυπόθητη ειρήνη! ΜΜ