|
Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου 2024
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Σεπτέμβριος 2024 |
|
Κ |
Δ |
Τ |
Τ |
Π |
Π |
Σ |
|
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
7 |
8 |
9 |
10 |
11 |
12 |
13 |
14 |
15 |
16 |
17 |
18 |
19 |
20 |
21 |
22 |
23 |
24 |
25 |
26 |
27 |
28 |
29 |
30 |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
1
2
3
4
5
από
5
σελίδες
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Γεννήθηκα σε χριστιανική οικογένεια. Από μικρό παιδί διδάχτηκα τον λόγο του Θεού, και ήξερα τον τρόπο της σωτηρίας. Μέναμε σ΄ένα χωριό στην Ήπειρο, τα Κάτω Ραβένια. 'Αλλοι πιστοί σαν εμάς δεν υπήρχαν, και υποφέραμε πάρα πολύ από τις κοροϊδίες και την περιφρόνηση των συγχωριανών. Ως παιδί πολλές φορές διερωτιόμουν γιατί να μη είμαστε κι εμείς όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, γιατί να είμαστε διαφορετικοί. Ρωτούσα την πιστή μητέρα μου -και το πιστή εδώ σημαίνει αναγεννημένη και αφιερωμένη στον Κύριο- και εκείνη μου απαντούσε πως υπήρχαν κι άλλοι αδελφοί μας, αλλά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και ανέφερε κάποιες απ΄αυτές. Θα μας αξιώσει, παιδί μου, ο Θεός, μου έλεγε, να βρεθούμε κι εμείς σε κάποια συνάθροιση. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε τελειώσει και η πατρίδα μας βρισκόταν κάτω από τριπλή κατοχή. Και ήταν στο αποκορύφωμα της πείνας, όταν ο πατέρας μου αρρώστησε και έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας πίσω μια χήρα μάνα με εφτά ανήλικα παιδιά. Το μόνο αγόρι της οικογένειας ήμουν εγώ, και ήμουν έκτος στη σειρά. Η αμέσως μετά από μένα αδελφούλα μου, η Μάρθα, έφυγε και πήγε στον Κύριο, τις πιο δύσκολες ημέρες του πολέμου, ενώ ακόμα ζούσε ο πατέρας. Έτσι τώρα, αυτή η μάνα, ήταν και πατέρας αλλά και ποιμένας πνευματικός των αρνιών που της εμπιστεύτηκε ο Κύριος.
Τις Κυριακές μας μάζευε, τις πρωινές ώρες, που ήξερε πως μαζεύονταν για λατρεία οι πιστοί εκεί που υπήρχαν, μας διάβαζε από μια κόκκινη Καινή Διαθήκη, μας πρότρεπε, και όλοι μαζί ψάλλαμε κάποιους ύμνους, όπως μας τους είχε μάθει η ίδια, και κάναμε και προσευχή. Αυτή ήταν η λατρεία μας, την οποία τότε, ως παιδί, όχι μόνο δεν εκτιμούσα, αλλά και την βαριόμουν, και μάλιστα ακούγοντας τ΄άλλα παιδιά του χωριού έξω να παίζουν, ο νούς μου ήταν εκεί, και τα ζήλευα που αυτά είχαν διαφορετικές μανάδες!
Πάντα μέσα μου, όμως, είχα τον φόβο του Θεού. Φοβόμουν, και πολύ δικιολογημένα, πάρα πολύ φοβόμουν την κόλαση και ήξερα ότι έπρεπε να δώσω το συντομότερο την καρδιά μου στον Χριστό γιά να σωθώ, και να μη πάω στην κόλαση, αλλά να πάω στον ουρανό. Η μητέρα μας μιλούσε και για την Αρπαγή. Αχ, αυτή η ευλογημένη αλήθεια! Πόσο μιλούσε στην παιδική μου ψυχή! Μου είχε κάνει τόση εντύπωση, που η σκέψη πώς μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να συμβεί κι εγώ να μείνω έξω και κάτω με κατατρόμαζε. Ξυπνούσα πολλές φορές τη νύχτα και με λαχτάρα πήγαινα στο κρεβάτι της μητέρας να δώ άν ήταν εκεί, αν δεν είχε γίνει η Αρπαγή και είχε φύγει, κι όταν βεβαιωνόμουν πως τίποτε δεν είχε αλλάξει, γύριζα στο κρεβάτι μου και συνέχιζα τον ύπνο.
Σε λεπτομέρειες δεν θεωρώ σκόπιμο να μπώ τώρα, υπάρχουν όμως στιγμιότυπα και γεγονότα με εντελώς ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνουν την πρόνοια του Θεού για τους δικούς Του, στα οποία οπωσδήποτε, κατά διαστήματα, θα αναφέρομαι.
|
|
|
|
|
|
Αποστολή του κειμένου σε email
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|